Ο όρος
«Χαρισματικοί και Ταλαντούχοι» (Gifted
and Talented) έχει
γίνει ευρέως αποδεκτός από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα τα τελευταία χρόνια και αφορά
τα άτομα, που έχει διαπιστωθεί μετά από αξιολόγησή τους με έγκυρα
εργαλεία αξιολόγησης χορηγούμενα από ειδικούς, ότι έχουν εξαιρετικές ικανότητες
και είναι ικανοί για υψηλή επίδοση. Γι’ αυτούς τους μαθητές απαιτούνται
διαφοροποιημένα εκπαιδευτικά προγράμματα και υπηρεσίες από αυτά που υπάρχουν
στα κοινά σχολεία, με στόχο, τα προγράμματα αυτά, να τους βοηθήσουν στην
ανάπτυξη του εαυτού τους και της κοινωνίας. Οι μαθητές αυτοί επιδεικνύουν ή
έχουν την ικανότητα να επιδείξουν υψηλές επιδόσεις
α. στη γενική
νοητική ικανότητα,
β. στην ειδική
ακαδημαϊκή επίδοση,
γ. στο δημιουργικό
ή παραγωγικό τρόπο σκέψης,
δ. στην ηγετική
ικανότητα,
ε. στις τέχνες και
στ. στον ψυχοκινητικό τομέα.
Να σημειωθεί ωστόσο, ότι όποιοι κι αν είναι οι ορισμοί
που χρησιμοποιούνται για τους χαρισματικούς και ταλαντούχους μαθητές, δεν θα
πρέπει να παραβλέπουν την έμφαση που πρέπει να δοθεί στον εντοπισμό
χαρισματικών και ταλαντούχων σε ομάδες που δεν αντιπροσωπεύονται επαρκώς, όπως
οι μειονότητες και τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η
ανάγκη υιοθέτησης κατάλληλων ορισμών, ώστε να ικανοποιείται με την μεγαλύτερη
δυνατή ακρίβεια, η ένταξη των μαθητών που πραγματικά ανήκουν σε αυτήν την
κατηγορία.
Οι μαθητές με καλές επιδόσεις σε θεματικές του επίσημου σχολικού προγράμματος
σπουδών, οι μαθητές με υψηλή βαθμολογία
στις δοκιμασίες μέτρησης νοημοσύνης, οι μαθητές με επιμέρους ιδιαίτερες κλίσεις
και ταλέντα, οι δημιουργικοί μαθητές που δεν αναγνωρίζονται εύκολα, οι μαθητές
που παρουσιάζουν ειδικές δυσκολίες στη μάθηση και ταυτόχρονα επιμέρους κλίσεις
και ταλέντα –μαθητές με «διπλή διαφοροποίηση»–, μαθητές που παρουσιάζουν
υποεπίδοση, έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και απαιτείται εφαρμογή ειδικής
παιδαγωγικής και μαθησιακής διαδικασίας.
Τα διεθνή δεδομένα
προσδιορίζουν το 50% του πληθυσμού να ανήκει στην κατηγορία ατόμων με μέσο
Δείκτη Νοημοσύνης ενώ στο 10% του πληθυσμού ανήκουν άτομα με Δ.Ν. 120+. Στο
2,5% του πληθυσμού ανήκουν άτομα με Δ.Ν. υψηλότερο του 130, ενώ άτομα με Δ.Ν.
υψηλότερο του 140 καλύπτουν το 0,6% του πληθυσμού. 1 στους 1.100 έχει Δ.Ν. άνω
του 150, 1 στους 11.000 άνω του 160, 1 άτομο στους 160.000 έχει Δ.Ν. άνω του
170, ενώ 1 στους 3.500.000 έχει Δ.Ν. 180+.
Αλλά,
είτε το κριτήριο αφορά τους μαθητές με Δ.Ν. 120+ (10%-15% του
μαθητικού πληθυσμού), είτε αφορά τους μαθητές με Δ.Ν. 130+,
(2,5%-3%), η διάγνωση αυτή –αν και αρκετά διαδεδομένη:
– αγνοεί τη
δημιουργικότητα και το ταλέντο στην έκφραση και τις καλές τέχνες,
– αγνοεί ταλέντα
που περιορίζονται σε συγκεκριμένες μόνον περιοχές,
– κάνει διάκριση σε
βάρος των μαθητών που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα,
– είναι ανελαστική
ως προς την κατηγορία των μαθητών που πλησιάζουν το καθορισμένο όριο του δείκτη
νοημοσύνης, χωρίς να υπολογίζει την πιθανή ύπαρξη δημιουργικότητας ή υψηλά
κίνητρα για να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα για χαρισματικούς και ταλαντούχους
μαθητές.
Ανεξάρτητα ωστόσο από το είδος και τα κριτήρια
επιλογής, όπως επίδοση σε δοκιμασίες μέτρησης νοημοσύνης, εξαιρετική
ακαδημαϊκή επίδοση σε επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, όπως μαθηματικά, φυσικές
επιστήμες, σχέδιο, χορός κλπ., ένα συγκεκριμένο ποσοστό μαθητών –είτε εκτείνεται μέχρι και 15% ή 20% του μαθητικού πληθυσμού,
είτε κινείται σε πιο αυστηρά όρια του 2% έως και 5% του μαθητικού πληθυσμού– επιβάλλεται να λάβουν υποστήριξη ως χαρισματικοί και
ταλαντούχοι.
Αναφερόμενοι στην ελληνική πραγματικότητα, και επιχειρώντας μια
εφαρμογή στατιστικής αναγωγής, σε σύνολο μαθητικού και φοιτητικού πληθυσμού
2.178.000(ΕΛΣΤΑ 2013) σε όλες τις
εκπαιδευτικές βαθμίδες –από την προσχολική έως τη
βαθμίδα των μεταπτυχιακών σπουδών–, το
ποσοστό του 3% του μαθητικού πληθυσμού με Δ.Ν. 130+, μεταφράζεται αριθμητικά σε πάνω από 65.000 Έλληνες μαθητές και φοιτητές,
στους οποίους απαιτείται να παρασχεθεί ειδική εκπαίδευση, ανάλογη του είδους
και του βαθμού της διαφοροποίησής τους. Απαιτείται
υποστήριξη της εκπαίδευσής τους και διαφοροποίηση των αναλυτικών προγραμμάτων,
ώστε οι εκπαιδευτικοί να είναι σε θέση να δημιουργήσουν εξατομικευμένα
υποστηρικτικά πλαίσια για την κατηγορία αυτή των μαθητών.
Τα χαρισματικά παιδιά, όπως όλα τα παιδιά, χρειάζονται
ένα δικό τους χώρο όπου να μπορούν να εκφράζονται ανεμπόδιστα και να είναι ο
εαυτός τους. Να μπορούν δηλαδή να δείχνουν προς τα έξω τις πολλές και
διαφορετικές εικόνες της προσωπικότητάς τους, όπως, για παράδειγμα, το να είναι
ιδιαίτερα εγκεφαλικοί στις σχέσεις τους με τους άλλους, ανυπόμονοι, με τάση για
επίδειξη, κυκλοθυμικοί, παρορμητικοί, παθιασμένοι με ένα συγκεκριμένο
ενδιαφέρον, χαμένοι σε ένα “μυστήριο κόσμο”, αφηρημένοι και πολλά άλλα.
Τα χαρισματικά παιδιά χρειάζονται ένα χώρο όπου να
μπορούν να νιώθουν ασφαλή και προστατευμένα. Πολλοί μαθητές υψηλών ικανοτήτων
κρύβουν, «αποσιωπούν» ή/και συγκαλύπτουν τις δυνατότητές τους, προκείμενου να
βελτιώσουν τις πιθανότητες να γίνουν αγαπητοί ή έστω απλά αποδεκτοί ως
"φυσιολογικοί" ανάμεσα στους συνομηλίκους τους.
Όπως όλα τα παιδιά, έτσι και τα χαρισματικά, έχουν το
δικαίωμα να λάβουν για τον εαυτό τους την καλύτερη εκπαίδευση. Χρειάζονται
ευκαιρίες, ώστε να μάθουν με το δικό τους ρυθμό, να επεκτείνουν τις γνωστικές
τους δομές, να ασχοληθούν με δραστηριότητες που τους ενδιαφέρουν πέρα από τις
γνώσεις που ήδη κατέχουν, να μελετήσουν αφηρημένα δεδομένα που απαιτούν πιο
δομημένη σκέψη, να εργαστούν με (όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακά) συνομηλίκους που
μοιράζονται τα ίδια ενδιαφέροντα και ικανότητες, να συμμετέχουν σε σχέδια
εργασίας που συνδέουν τη μάθησή τους με τον "πραγματικό κόσμο". Την
εποχή που θα φτάσουν στην τελευταία τους χρονιά στο Λύκειο, τα χαρισματικά
παιδιά θα έχουν περάσει, όπως και κάθε άλλο παιδί, περισσότερες από 12.000 ώρες
στο σχολείο˙ έχουν το δικαίωμα –και
είναι υποχρέωση της Πολιτείας να το διασφαλίσει– τουλάχιστον κάποιες, αρκετές
ή/και όλες από αυτές τις ώρες να είναι ενδιαφέρουσες, αποδοτικές,
ενθαρρυντικές, εποικοδομητικές και με νόημα.
Αλλά η μαθησιακή διαδικασία, που
είναι κατ’ ανάγκην προσαρμοσμένη στις ανάγκες του μέσου όρου των μαθητών, δεν
παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον για τα άτομα αυτά, που δεν εμπίπτουν σ’ αυτόν τον
μαθησιακό μέσο όρο. Φυσικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης είναι τα παιδιά
αυτά, λόγω της αυξημένης αντιληπτικής και αφομοιωτικής ικανότητάς τους, να μην
ενδιαφέρονται πλέον για την μαθησιακή διαδικασία, η οποία δεν είναι
προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ικανότητες και νοητικές δεξιότητές τους, με
αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ελκυστική γι’ αυτούς, να μην προκαλεί το
ενδιαφέρον τους, να πλήττουν και τελικά να εκδηλώνουν αρνητικές
ψυχοπαιδαγωγικές συμπεριφορές, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε μαθησιακή
υστέρηση και, ενίοτε, σε ψυχοπαιδαγωγικές διαταραχές και σε μαθησιακό αποκλεισμό.
Ειδικότερα,
έχει τεκμηριωθεί, μέσα από θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις αλλά και
μέσα από διαπιστώσεις γονιών, παιδιών που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία ατόμων
που έχουν ανάγκη από ειδική εκπαιδευτική προσέγγιση και φροντίδα, ότι το κοινό σχολείο
δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες τους και να
τους παράσχει ισότιμη εκπαίδευση. Έτσι, η φοίτηση των παιδιών αυτής της
κατηγορίας, στο κοινό σχολείο έχει σαν συνέπεια να παρεμποδίζεται η ολόπλευρη,
αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεών τους,
με αποτέλεσμα να στερούνται τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες
προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά.
Στο
κοινό σχολείο, δεν μπορούν να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν αρμονικά το πνεύμα,
τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Δεν μπορούν να
αποκτήσουν, μέσα από τη σχολική αγωγή που τους παρέχεται στο κοινό σχολείο,
κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, και να αντιλαμβάνονται και να
συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής εργασίας, αφού
δεν τους παρέχεται η ισότιμη ευκαιρία γι’ αυτό. Παρεμποδίζεται η ανάπτυξη
δημιουργικής και κριτικής σκέψης, η ανάληψη πρωτοβουλιών και η υπεύθυνη
συμμετοχή τους, με όσες δυνάμεις διαθέτουν, σε συλλογικές προσπάθειες και
συνεργασίες, με ενδεχόμενο κίνδυνο να αποκομίσουν την αίσθηση ότι η συμμετοχή
τους όχι μόνο δε συντελεί στην πρόοδο των συμμαθητών τους, αλλά αντίθετα την
παρεμποδίζει.
Ο
σεβασμός και η κατανόηση των ανθρώπινων αξιών, η αίσθηση της διαφύλαξης και
προαγωγής του πολιτισμού, η ανάπτυξη του πνεύματος φιλίας και συνεργασίας
εκπορεύονται από τις εμπειρίες τους στο πως αυτές οι έννοιες, σε ότι τα
αφορούν, πραγματώνονται μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Όμως, η έλλειψη κατάρτισης
των εκπαιδευτικών από τη μια, και τα αναλυτικά προγράμματα και τα λοιπά
διδακτικά μέσα που είναι προσανατολισμένα στο κοινό σχολείο από την άλλη, δεν
εξασφαλίζουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αρμονικών
διαπροσωπικών σχέσεων στο σχολείο και στην τάξη με προφανές το έλλειμμα σεβασμού
της προσωπικότητάς τους.
Τα
αναλυτικά προγράμματα, προσανατολισμένα στο κοινό σχολείο, δεν μπορούν να
καλύψουν τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες αυτής της ιδιαίτερης ομάδας
μαθητών, αφού η διδακτέα ύλη και το ωρολόγιο πρόγραμμα δεν είναι ανάλογα και
σύμμετρα προς τις αφομοιωτικές και αντιληπτικές ικανότητες και δυνατότητες των
παιδιών. Έτσι, όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται η πολύπλευρη πνευματική ανάπτυξή τους
και η βελτίωση της ψυχικής του υγείας, που είναι άλλωστε και ο ευρύτερος σκοπός
της εκπαίδευσης, αλλά αντίθετα παρεμποδίζεται.
Το
κοινό σχολείο δεν βοηθά αυτά τα παιδία να διευρύνουν και να αναδιατάσσουν τις
σχέσεις της δημιουργικής τους δραστηριότητας με τα πράγματα, τις καταστάσεις
και τα φαινόμενα που μελετούν και παρεμποδίζει την οικοδόμηση των μηχανισμών
που συμβάλλουν στην αφομοίωση της γνώσης. Παρεμποδίζει την απόκτηση της
ικανότητας της αναγωγής από τα δεδομένα των αισθήσεων στην περιοχή της
αφηρημένης σκέψης, αλλά και την απόκτηση της ικανότητας ορθής χρήσης του
προφορικού και γραπτού λόγου, αφού τα παιδιά υποχρεώνονται στην ενάσκηση του
λόγου όχι σύμφωνα με τις ικανότητες και τις δυνατότητές τους αλλά σύμφωνα με
τις ικανότητες και τις δυνατότητες της χρονολογικής ηλικίας, της δικής τους και
των συμμαθητών του.
Ωστόσο, η σχέση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με την
επιμέρους εκπαίδευση των χαρισματικών και ταλαντούχων βασίζεται σε μια έννοια
ιδιότυπης εξομοίωσης-ισότητας, η οποία έχει επηρεάσει και την εκπαιδευτική
πολιτική απέναντι στους ταλαντούχους και χαρισματικούς μαθητές. Αν και πολλές
φορές, γονείς, εκπαιδευτικοί, πολίτες, εκτιμούν και θαυμάζουν το εξαιρετικά
ευφυές ή δημιουργικό παιδί, παραμένουν ωστόσο -και σε κάποιες περιπτώσεις
προκλητικά- προσκολλημένοι, στην άποψη ότι “αυτοί
οι μαθητές ό,τι και να κάνουν θα πετύχουν έτσι κι αλλιώς, επομένως πρέπει να
δοθεί βοήθεια σε αυτούς που πραγματικά τη χρειάζονται”. Έτσι, όλοι οι
χαρισματικοί και ταλαντούχοι μαθητές, όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης,
φοιτούν στις τάξεις που αντιστοιχούν χρονολογικά, χωρίς να αναγνωρίζονται οι
δυνατότητές τους και χωρίς να καλύπτονται οι ανάγκες τους. Αρκετοί από αυτούς
εμφανίζουν υποεπίδοση. Διεθνείς και ευρωπαϊκές έρευνες έχουν δείξει ότι το 50%
των χαρισματικών και ταλαντούχων μαθητών εμφανίζουν αναντιστοιχία μεταξύ της
διαγνωσμένης ικανότητάς τους και της επίδοσής τους στο σχολείο, ενώ αρκετοί
εγκαταλείπουν το σχολείο (10-20% από αυτούς που εγκαταλείπουν το Λύκειο ανήκουν
σε αυτήν την κατηγορία).
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν επωφελούνται μόνο οι
χαρισματικοί και ταλαντούχοι μαθητές από τα ειδικά υποστηρικτικά προγράμματα
που προορίζονται για αυτούς, αλλά και οι υπόλοιποι μαθητές. Από τη διεθνή και
ευρωπαϊκή εμπειρία είναι διαπιστωμένο ότι τα σχολεία που ασκούν υποστηρικτική
πολιτική για τους χαρισματικούς και ταλαντούχους μαθητές τους είναι αποτελεσματικότερα
στους στόχους τους για όλους τους μαθητές τους.